-
1 σινά-μωρος
σινά-μωρος, schädlich, verderblich, verwüstend; mit dem gen. der Sache, παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῠ σινάμωρον, d. i. seiner eigenen Sache schadend, Her. 5, 92, 6. – Bei den Attikern = naschhaft, leckerhaft, bes. lüstern nach verbotenem Liebesgenusse, wollüstig; καὶ λίχνος, von einem Hunde, Plut. de educ. lib. 4; vgl. Jacobs Ach. Tat. p. 609; Schol. Ar. Nubb. 1053 erkl. σινάμωρον τὸ πορνικόν, wie auch σινάμωρος ἡ μεμορημένη, und fügt die Ableitung von σίνος = αἰδοῖον hinzu. Der Zusammenhang mit σίνομαι, σίνος ist klar, - μωρος aber dieselbe Ableitungssylbe, welche in ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος, ὑλακόμωρος vorkommt ( σινόμωρος, welche Form analoger gebildet wäre, ist schon von den alten Gramm. verworfen, vgl. Wessel. Her. 1, 152 u. Jac. in Wolf's Anal. 3 p. 30), und die verschieden gedeutet wird, verwüstungstoll, naschtoll, oder dem das Beschädigen, Naschen gleichsam zu Theil geworden ( μόρος).
-
2 σινάμωρος
σινά-μωρος, schädlich, verderblich, verwüstend; παραπλῆγά τε καὶ τῶν ἑωυτοῠ σινάμωρον, = seiner eigenen Sache schadend; naschhaft, leckerhaft, bes. lüstern nach verbotenem Liebesgenusse, wollüstig; καὶ λίχνος, von einem Hunde -
3 προ-τένθης
προ-τένθης, ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben λίχνος ἢ ἀκρατής auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσϑίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισϑῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch προγεύστης erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.
См. также в других словарях:
λίχνος — η, ο (AM λίχνος, η, ον, θηλ. και ος) αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ. β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. 1. μτφ. περίεργος, άπληστος… … Dictionary of Greek
ματτυολοιχός — και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής 2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο λοιχός,… … Dictionary of Greek
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek
λιχνεύω — (AM λιχνεύω) [λίχνος] επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι μσν. αρχ. μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾱν δ ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῡ λόγου δόξαν», Πλούτ.) αρχ. 1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης 2. λείχω,… … Dictionary of Greek